- αυστηρός
- 1) sévère2) strict
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αὐστηρός — harsh masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυστηρός — ή, ό (AM αὐστηρός, ά, όν) 1. σκληρός, τραχύς, ανεπιεικής 2. σοβαρός, αξιοπρεπής, εγκρατής 3. (για ύφος κειμένων) λιτός, απέριττος, χωρίς στολίδια 4. (για τη γεύση) πικρός, οξύς, στυφός νεοελλ. σκληρός, πιεστικός, επαχθής αρχ. 1. (μτφ. για… … Dictionary of Greek
αυστηρός — ή, ό επίρρ. ά 1. σκληρός, τραχύς, άγριος (αντίθ. επιεικής): Ήταν πάντα αυστηρός τηρητής του νόμου. 2. λιτός, εγκρατής, ολιγαρκής: Η ζωή του ήταν πολύ αυστηρή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐστηρά — αὐστηρός harsh neut nom/voc/acc pl αὐστηρά̱ , αὐστηρός harsh fem nom/voc/acc dual αὐστηρά̱ , αὐστηρός harsh fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρότερον — αὐστηρός harsh adverbial comp αὐστηρός harsh masc acc comp sg αὐστηρός harsh neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηροτάτων — αὐστηρός harsh fem gen superl pl αὐστηρός harsh masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηροτέραις — αὐστηρός harsh fem dat comp pl αὐστηροτέρᾱͅς , αὐστηρός harsh fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηροτέρων — αὐστηρός harsh fem gen comp pl αὐστηρός harsh masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηροτέρως — αὐστηρός harsh adverbial comp αὐστηρός harsh masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρῶν — αὐστηρός harsh fem gen pl αὐστηρός harsh masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρόν — αὐστηρός harsh masc acc sg αὐστηρός harsh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)